- τεϊόδενδρο
- το, Ν(βοτ.-γεωπ.) λόγια ονομασία τού αειθαλούς φυτού Camellia [ή Thea] sinensis, που ανήκει στο γένος καμέλια τής οικογένειας τεΐδες και καλλιεργείται για τα νεαρά φύλλα και τους φυλλοφόρους οφθαλμούς του, από τα οποία παρασκευάζεται το τονωτικό αφέψημα τσάι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέιο(ν) + δένδρο. Η λ., στον λόγιο τ. τεϊόδενδρον, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.